- εννοιοκρατικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εννοιοκρατία2. το αρσ. ως ουσ. ο εννοιοκρατικόςο οπαδός τής θεωρίας τής εννοιοκρατίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εννοιοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εννοιοκρατία (βλ. λ.). 2. το αρσ. ως ουσ., εννοιοκρατικός ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας της εννοιοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)